- ὁπλιτοδρόμῳ
- ὁπλιτοδρόμοςrunning a race in armourmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπλιτοδρομώ — ὁπλιτοδρομῶ, έω (Α) [οπλιτοδρόμος] μετέχω σε αγώνα δρόμου φορώντας την πανοπλία μου, εκτελώ οπλίτοδρομία … Dictionary of Greek